καλλίπρωρος

καλλίπρωρος
καλλίπρῳρος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτό που έχει ωραία πλώρη («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῡς σκάφος», Ευρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ωραίος («βλάστημα καλλίπρωρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. μελάμ-πρῳρος, χρυσό-πρῳρος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλλίπρῳρος — with beautiful prow masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίπρῳρον — καλλίπρῳρος with beautiful prow masc/fem acc sg καλλίπρῳρος with beautiful prow neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιπρῴρου — καλλίπρῳρος with beautiful prow masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπρωρος — βούπρῳρος, ον (Α) 1. όποιος έχει μέτωπο ή πρόσωπο βοδιού 2. η βούπρῳρος (θυσία) προσφορά 100 προβάτων και ενός βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πρῴρα (πρβλ. εύπρῳρος, καλλίπρῳρος, οξύπρῳρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”